Μουσική βιβλιοθήκη Λίλιαν Βουδούρη Σύλλογος οι φίλοι της μουσικής
EN

Τα αρχεία της μουσικής βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη»

Φωτογραφία Αρχείο Θεοδωράκη, Μίκη

Αρχείο Θεοδωράκη, Μίκη

Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο, στις 29 Ιουλίου 1925 και πέθανε στην Αθήνα στις 2 Σεπτεμβίου 2021. Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών και το Conservatoire του Παρισιού. Το 1957 κέρδισε Χρυσό Μετάλλιο Σύνθεσης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Μόσχα, το 1959 το βραβείο Copley και το 1963 το βραβείο Sibelius. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία για την προσφορά του στη δημοκρατία και τον πολιτισμό και έχει αναγορευθεί επίτιμος διδάκτωρ στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Μακεδονίας, Κρήτης και Θεσσαλίας. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη μουσικής, αλλά και με τομείς πέραν της κύριας τέχνης του, όπως ποίηση, πεζογραφία, φιλοσοφία, πολιτική. Το έργο του διαχωρίζεται σε τρεις κύριες περιόδους: Α) 1937-1960: Συνθέτει έργα συμφωνικά και μουσικής δωματίου σύμφωνα με δυτικοευρωπαϊκές μορφές και σύγχρονες τεχνικές. Β) 1960-1980: Επιχειρεί σύζευξη της συμφωνικής ορχήστρας με λαϊκά όργανα και δημιουργεί νέες φόρμες με βάση τη φωνή, οι οποίες εξελίσσονται σε καλλιτεχνικό κίνημα με μοναδική λαϊκή απήχηση. Γ) Από το 1981: Επιστρέφει στις συμφωνικές μορφές και ασχολείται με το είδος της όπερας. Στις 15 Δεκεμβρίου 1997 ο Μίκης Θεοδωράκης παραχώρησε το προσωπικό του αρχείο στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας «Λίλιαν Βουδούρη». Εντυπωσιακό σε όγκο και θεματική ποικιλία, απαρτίζεται από χειρόγραφες παρτιτούρες και κείμενα, αποκόμματα τύπου, αφίσες, προγράμματα, οπτικοακουστικό υλικό, διατριβές, μελέτες, φωτογραφίες, μετάλλια και ποικίλα έντυπα. Τα χειρόγραφά του, μουσικά και κείμενα καθώς και μέρος της συλλογής προγραμμάτων* είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου. Τα μουσικά χειρόγραφα περιλαμβάνουν παρτιτούρες, σχέδια και διασκευές που ταξινομήθηκαν με χρονολογική σειρά. Τα χειρόγραφα κείμενα ταξινομήθηκαν χρονολογικά και ανά είδος και χωρίζονται σε τέσσερις κύριες θεματικές κατηγορίες: Αλληλογραφία*, Πολιτικά, Πολιτιστικά και Ποικίλα. * Σύμφωνα με διευκρίνιση του Συνθέτη, οι μουσικές συνθέσεις, τα σχέδια, οι σημειώσεις, οι παραπομπές και γενικά το υλικό που δεν έχει παρουσιασθεί σε συναυλίες ή δεν έχει κυκλοφορήσει σε δισκογραφική έκδοση, αποτελεί απλό αρχειακό υλικό ​​​​​​και σε καμία περίπτωση δεν έχει την έγκριση του Συνθέτη να υποστεί οποιουδήποτε είδους επιμέλεια με σκοπό να παρουσιαστεί ή να εκδοθεί στο μέλλον. ** Λόγω της νομοθεσίας περί πνευματικής ιδιοκτησίας, μόνο τα μεταδεδομένα της αλληλογραφίας και των προγραμμάτων είναι διαθέσιμα μέσω του διαδικτύου. Η πρόσβαση στα τεκμήρια γίνεται μόνο εντός του χώρου της Βιβλιοθήκης.

Φωτογραφία Αρχείο Καμαράδου, Νηλέως

Αρχείο Καμαράδου, Νηλέως

Ο Νηλέας Καμαράδος (1847-1922) καταγόταν από τη Χίο και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Κωνσταντινούπολη, όπου σπούδασε πρακτική της ψαλμωδίας κοντά στον Γεράσιμο Κανελλίδη, θεωρία με τον Παναγιώτη Κηλτσανίδη και γραφή της ευρωπαϊκής μουσικής με τον Ιωάσαφ τον Ρώσσο. Όντας ερευνητής της βυζαντινής μουσικής, δημοσίευσε πολλές μελέτες, κυρίως πάνω στο ρυθμό και το βυζαντινό τονικό σύστημα. Δίδαξε και ανέδειξε πολλούς μαθητές, διαπρεπείς μουσικολόγους και ιεροψάλτες. Ως πρωτοψάλτης διακρίθηκε για το «ίδιο» (ιδιαίτερο) ψαλτικό ύφος, που αποτέλεσε «Σχολή». Από τα πιο γνωστά του μαθήματα είναι τα «Πολλαπλά», «Κύριε ελέησον» και το «Δύναμις Άγιος ο Θεός». Το Αρχείο Νηλέα Καμαράδου περιήλθε στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας «Λίλιαν Βουδούρη» το 1996 και αποτελείται από εκκλησιαστικά μέλη και κείμενα γραμμένα από το τέλος του 18ου έως τα μέσα του 20ού αιώνα. Μετά το θάνατο του μουσικοδιδασκάλου, το αρχείο περιήλθε στον γαμπρό του, Νικόλαο Βλαχόπουλο, ο οποίος αντέγραψε, ταξινόμησε και εμπλούτισε το υπάρχον υλικό.

Φωτογραφία Αρχείο Λιάλιου, Δημήτριου

Αρχείο Λιάλιου, Δημήτριου

Ο Δημήτριος Λιάλιος γεννήθηκε στην Πάτρα το Νοέμβριο του 1869. Από μικρή ηλικία ξεκίνησε μαθήματα βιολιού και πιάνου στη γενέτειρά του με τον Ιταλό καθηγητή Augusto Tiveri. Σε ηλικία 15 ετών έφυγε για την Ζυρίχη με σκοπό να σπουδάσει μηχανολόγος, αλλά σύντομα εγκατέλειψε αυτή την προσπάθεια και κατέληξε στο Μόναχο το 1891, όπου σπούδασε δίπλα στο διάσημο παιδαγωγό και συνθέτη Ludwig Thuille έως το 1907. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Πάτρα όπου ίδρυσε ορχήστρα, μέλη της οποίας ήταν φιλόμουσοι της τοπικής κοινωνίας των Πατρών και συγγενείς του. Το 1916 παντρεύτηκε την υψίφωνο Ειρήνη Πάλλη με την οποία τέσσερα χρόνια αργότερα αναχώρησε και πάλι για το Μόναχο, όπου διετέλεσε υποπρόξενος της Ελλάδος. Στη θέση αυτή παρέμεινε ως το 1935. Πέθανε στην Αθήνα στις 13 Μαρτίου 1940. Οι περισσότερες συνθέσεις του απηχούν το πνεύμα του γερμανικού ρομαντισμού στο ύφος του J.Brahms και του F.Liszt, φανερά επηρεασμένες από την παραμονή του στο Μόναχο. Εξαίρεση αποτελούν τα πρώτα του έργα που συνέθεσε υπό την καθοδήγηση του πρώτου του δασκάλου, στα οποία διακρίνεται μια ιταλική επιρροή. Μάλιστα μερικά από αυτά τυπώθηκαν εκείνη την εποχή στην Ιταλία. Το αρχείο του συνθέτη περιήλθε στην κατοχή της Βιβλιοθήκης ύστερα από δωρεά των κληρονόμων του και αποτελείται ως επί το πλείστον από τελικά χειρόγραφα του συνθέτη και λίγες εκδόσεις. Συγκεκριμένα περιλαμβάνει: 1) Έργα μουσικής δωματίου (κυρίως κουαρτέτα εγχόρδων και έργα για βιολί και πιάνο) 2) Χορωδιακά έργα 3) Ορχηστρικά έργα 4) Τραγούδια Το ψηφιακό αρχείο είναι πλήρως διαθέσιμο στο κοινό για εκπαιδευτικούς και ερευνητικούς σκοπούς.

Φωτογραφία Αρχείο Πονηρίδη, Γεώργιου

Αρχείο Πονηρίδη, Γεώργιου

Ο Γεώργιος Πονηρίδης (1892–1982) γεννήθηκε στη Χαλκηδόνα Κωνσταντινούπολης. Σπούδασε βιολί και θεωρητικά στο Ωδείο Βρυξελλών (1910-1912) και στη Schola Cantorum του Παρισιού (1919-1925). Εργάστηκε ως βιολιστής στο Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Γερμανία καθώς και ως διευθυντής χορωδίας στη γαλλική πρωτεύουσα. Διετέλεσε τμηματάρχης μουσικής στο Υπουργείο Παιδείας (1943-1959) και μέλος του Ανωτάτου Διοικητικού Συμβουλίου Μουσικής. Ο Γεώργιος Πονηρίδης είναι μια διακριτική φιγούρα στο χώρο της λόγιας Ελληνικής μουσικής, γνωστός από τα συμφωνικά του έργα, τα έργα για πιάνο και τα τραγούδια του. Από τα παιδικά του χρόνια αγάπησε τη βυζαντινή μουσική και βρήκε στην παράδοση μια πηγή συνθετικής έμπνευσης, την οποία προσάρμοσε σε νέα συνθετικά ιδιώματα και τεχνικές. Στο μουσικό του ύφος κυριαρχεί η ρέουσα μελωδική γραμμή, ενώ είναι εμφανής η επίδραση της βυζαντινής και δημοτικής παράδοσης εξίσου στα τονικά, μελωδικά και ρυθμικά στοιχεία των έργων του. Παράλληλα δεν τον άφησαν αδιάφορο τα σύγχρονα συνθετικά ρεύματα και οι ασυνήθιστοι οργανικοί συνδυασμοί. Τμήμα του Αρχείου του συνθέτη, ανέγγιχτο μετά το θάνατό του, περιήλθε στην κατοχή της Μεγάλης Μουσικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη» το 2001. Αποτελείται από χειρόγραφες παρτιτούρες και κείμενα, αποκόμματα τύπου, ποικίλα έντυπα και φωτογραφίες.

Φωτογραφία Αρχείο Ριάδη, Αιμίλιου

Αρχείο Ριάδη, Αιμίλιου

Ο Αιμίλιος Ριάδης (1880-1935) γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Συνθέτης και ποιητής, θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής. Σπούδασε πιάνο και θεωρητικά με τον Δημήτριο Λάλλα, μαθητή του Bάγκνερ, και συνέχισε στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου. Τα έτη 1910-1915 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου τα έργα του γνώρισαν μεγάλη επιτυχία και απέσπασαν θριαμβευτικές κριτικές. Το 1915 επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη ως καθηγητής πιάνου στο νεοσυσταθέν Κρατικό Ωδείο. Tο 1923 του απονεμήθηκε το Εθνικό Βραβείο Τέχνης και Επιστήμης. Η διαμονή του Ριάδη στο Παρίσι και η επαφή του με συνθέτες της νεότερης γαλλικής σχολής ασκούν σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση του μουσικού του ύφους, στο οποίο συναντάται διάχυτο το ιμπρεσσιονιστικό στοιχείο. Στο σύνολο της δημιουργίας του, που εκτείνεται σε όλα σχεδόν τα μουσικά είδη, κυρίαρχη θέση κατέχουν τα τραγούδια του, τα οποία συγκαταλέγονται στα αριστουργήματα της ελληνικής μουσικής και ερμηνεύτηκαν από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες της εποχής. Πνεύμα ανήσυχο και ανικανοποίητο, ο Ριάδης αναζητά συνεχώς το καλύτερο, γεγονός που αποδεικνύεται από τις αλλεπάλληλες διορθώσεις των χειρογράφων του και τις επεμβάσεις σε έργα που είχαν ήδη εκδοθεί. Τμήμα του αρχείου του συνθέτη δωρήθηκε στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας «Λίλιαν Βουδούρη» το 2000, από την κυρία Ισμήνη Τζερμιά-Σακελλαροπούλου. Aποτελείται από χειρόγραφες παρτιτούρες και κείμενα, αποκόμματα τύπου, ποικίλα έντυπα και φωτογραφίες. Στην ψηφιοποιημένη συλλογή συμπεριλαμβάνεται και το τμήμα του αρχείου που κατέχει το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης, αντίγραφο του οποίου διατηρεί η Βιβλιοθήκη.

Φωτογραφία Αρχείο Σκαλκώτα, Νίκου

Αρχείο Σκαλκώτα, Νίκου

Το αρχείο του Νίκου Σκαλκώτα περιήλθε στη Βιβλιοθήκη τον Ιούνιο του 2018 ύστερα από συμφωνία του Ιδρύματος Αιμίλιου Χουρμουζίου-Μαρίκας Παπαϊωάννου με τον Σύλλογο Οι Φίλοι της Μουσικής. Αποτελείται από τα χειρόγραφα του συνθέτη, καθώς και από υλικό που συγκέντρωσε μετά τον θάνατό του ο Γ.Γ. Παπαϊωάννου και αφορά υλικό εκδηλώσεων, εκδόσεων καθώς και άλλα ποικίλα τεκμήρια.

Φωτογραφία Αρχείο Σουαζύ, Φράνκ

Αρχείο Σουαζύ, Φράνκ

O Frank Choisy (Σουαζύ, 1872-1966), γεννήθηκε στην Ελβετία. Διακεκριμένος βιολιστής, πιανίστας, συνθέτης, αρχιμουσικός και παιδαγωγός, δραστηριοποιήθηκε στη χώρα μας τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Είναι γνωστός ως καθηγητής του Ωδείου Αθηνών, όπου δίδαξε βιολί, αντίστιξη, μουσική συνόλων και μουσική δωματίου. Διηύθυνε επίσης την Ορχήστρα του Ωδείου (1903-1907), εισήγαγε το μάθημα της Ιστορίας της Μουσικής και υπήρξε γενικός υπεύθυνος της σχολής βιολιού, πνευστών και των σχετικών θεωρητικών μαθημάτων. Διετέλεσε επίσης διευθυντής (Directeur Fondateur) του Conservatoire Populaire de Musique στη Γενεύη. Υπό τη διεύθυνσή του η Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών πραγματοποίησε την πρώτη εκτέλεση της Πρώτης Ελληνικής Σουίτας του Διονύσιου Λαυράγκα και την πρώτη εκτέλεση στην Ελλάδα της 5ης Συμφωνίας του Μπετόβεν. Έργα του παρουσιάστηκαν συχνά στις συναυλίες του Ωδείου, ενώ μαζί με τον Αρμάνδο Μαρσίκ θεωρούνται οι πιο σημαντικές ξένες μουσικές προσωπικότητες στη χώρα μας στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Το αρχείο του περιήλθε στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας «Λίλιαν Βουδούρη» το 2002 και περιέχει χειρόγραφες συνθέσεις, διασκευές έργων άλλων συνθετών, θεωρητικά και εκπαιδευτικά συγγράμματα, αφίσες και προγράμματα συναυλιών. Ανάμεσα στις χειρόγραφες παρτιτούρες του βρίσκονται και έργα εμπνευσμένα από την ελληνική μουσική παράδοση: Suite grecque pour petit orchestre, Danse grecque-Kalamatianos, Danse grecque-Tsamikos, La grand ville, Souvenir d' Athènes (Neuf épisodes et un supplément) κ.ά

Φωτογραφία Αρχείο Αλέκου Κόντη

Αρχείο Αλέκου Κόντη

Ο Αλέκος Κόντης γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα. Υπήρξε συνθέτης, πιανίστας και αρχιμουσικός, μαθητής του Saint – Saens και του G. Haas. Ήταν ένας από τους συνθέτες που συνυπέγραψαν το πρακτικό της Ίδρυσης της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών.

Φωτογραφία Αρχείο Αντίοχου – Γεράσιμου Ευαγγελάτου

Αρχείο Αντίοχου – Γεράσιμου Ευαγγελάτου

Ο Αντίοχος Ευαγγελάτος σπούδασε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Κρατικό Ωδείο της Λειψίας. Είχε σπουδάσει επίσης φιλοσοφία και ιστορία της τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας ενώ υπήρξε μαθητής του μεγάλου αρχιμουσικού Felix Weingartner στη Βασιλεία της Ελβετίας. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ανέλαβε καθηγητής και στη συνέχεια καλλιτεχνικός διευθυντής του Ελληνικού Ωδείου την περίοδο 1933-1974 και αρχιμουσικός της Εθνικής Λυρικής Σκηνής από το 1940-1972. Ο Αντίοχος Ευαγγελάτος είχε τιμηθεί από τον Βασιλέα Παύλο με το Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α΄ και με τον Ταξιάρχη του Φοίνικα. Επίσης είχε τιμηθεί με Βραβείο Σύνθεσης της Ακαδημίας Αθηνών. Υπήρξε ένας από τους στυλοβάτες της Εθνικής Μουσικής Σχολής και αναγνωρίζεται ως μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ελληνικής μουσικής ζωής στον 20ό αιώνα.

Φωτογραφία Αρχείο Αργύρη Κουνάδη

Αρχείο Αργύρη Κουνάδη

Ο Αργύρης Κουνάδης γεννήθηκε στη Κωνσταντινούπολη τον Φεβρουάριο του 1924 από γονείς Κεφαλλονίτες. Ερχόμενος στην Ελλάδα σπούδασε στην Αθήνα πιάνο στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Σπ. Φαραντάτο και ανώτερα θεωρητικά στο Ελληνικό Ωδείο με καθηγητή τον Παπαϊωάννου. Συνέχισε τις σπουδές στην τότε Δυτική Γερμανία με υποτροφία που έλαβε από το Ι.Κ.Υ. (1958). Μετά το πέρας των σπουδών του εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας και η δραστηριότητά του μοιράστηκε ανάμεσα στη διεύθυνση ορχήστρας, στη σύνθεση και στη διδασκαλία αφού υπήρξε για πολλά χρόνια καθηγητής στην ανώτατη ακαδημία της πόλης. Εγραψε πολλά είδη κλασσικής μουσικής όπως μουσική δωματίου, μουσική για όπερες, αλλά και μουσική για θέατρο και κινηματογράφο (σε περισσότερες από δέκα ταινίες), καθώς και την μουσική σύνθεση πολλών ελληνικών τραγουδιών των δεκαετιών του 1970 και 1980. Από το σύνολο των έργων του, ξεχωρίζουν το «Χορικό» για συμφωνική ορχήστρα, τα «Ετεροφωνικά ιδιόμελα» για συμφωνική επίσης ορχήστρα, «Κουϊντέτο για πνευστά», «Κουαρτέτο για έγχορδα» κ.ά. Επίσης οι, περισσότερο με σαρκαστικό χαρακτήρα, όπερες: «Το λαστιχένιο φέρετρο», «Τα μαγεμένα αναλόγια», «Απόδραση», «Τειρεσίας», «Βάκχαι» και αλλού. Πέθανε το 2013

Φωτογραφία Αρχείο Γεωργίου Πλάτωνος

Αρχείο Γεωργίου Πλάτωνος

Ο Γεώργιος Πλάτων γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλλονιάς την 1η Απριλίου 1910. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του έζησε στην Κέρκυρα και από το 1920 στο Ηράκλειο Κρήτης, όπου και έλαβε τα πρώτα μαθήματα μουσικής από τον Ιταλό αρχιμουσικό Αντόνιο Μπιφέρνο. Τελειώνοντας το γυμνάσιο μετακόμισε στην Αθήνα και ξεκίνησε μαθήματα πιάνου με τον Θησέα Πίνδιο, στο Ελληνικό Ωδείο, από την τάξη του οποίου αποφοίτησε πέντε χρόνια αργότερα με δίπλωμα πιάνου, Α' βραβείο και τιμητική διάκριση. Την ίδια εποχή παρακολούθησε θεωρητικά μαθήματα και σύνθεση στις τάξεις των Μ. Βάρβογλη και Α. Κόντη και παράλληλα συνέθεσε τα πρώτα του έργα, που από το 1935 άρχισαν να εκτελούνται από διάφορες ορχήστρες και μουσικά σύνολα στην Ελλάδα. Μετά την αποφοίτησή του από το Ελληνικό Ωδείο, συνέχισε τις σπουδές του στην Γερμανία κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα με τον Egon Petri με σκοπό να τελειοποιήσει τις πιανιστικές του ικανότητες. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, εργάστηκε ως πιανίστας της Ορχήστρας των Ανακτόρων (1949) ενώ την περίοδο 1952-1972 διετέλεσε πρώτος πιανίστας, μουσικός εκγυμναστής και βοηθός μαέστρου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Τέλος υπήρξε ο πιανίστας του "Κουϊντέτου Ποικίλης Μουσικής" του ΕΙΡ. Εκτός όμως από τη πορεία του ως πιανίστα και συνθέτη, ο Γ. Πλάτων είχε και πλούσια εκπαιδευτική δραστηριότητα. Διετέλεσε καθηγητής πιάνου και σύνθεσης στο Ελληνικό Ωδείο Αθηνών και μάλιστα υπήρξε και διευθυντής των παραρτημάτων του, στη Σπάρτη και στο Ηράκλειο. Η πολιτεία μέσω του Υπουργείου Πολιτισμού, αναγνωρίζοντας την προσφορά του στην ανάπτυξη της μουσικής στην Ελλάδα, του απένειμε ισόβια σύνταξη. Πέθανε στις 24 Ιουνίου 1993.

Φωτογραφία Αρχείο Δημήτρη Δραγατάκη

Αρχείο Δημήτρη Δραγατάκη

Ο Δημήτρης Δραγατάκης ξεκίνησε μαθήματα βιολιού σε ηλικία δεκαέξι ετών με τον Γεώργιο Ψύλλα στο Εθνικό Ωδείο, και αποφοίτησε το 1939. Από το 1949 ξεκίνησε μαθήματα σύνθεσης με τον Λεωνίδα Ζώρα και τον Μανώλη Καλομοίρη στο ίδιο ωδείο (δίπλωμα σύνθεσης το 1955). Με προτροπή του Μ. Καλομοίρη επαγγελματικά στράφηκε στη βιόλα και διετέλεσε, από το 1944 και για μία εικοσαετία, μέλος της ορχήστρας της Λυρικής Σκηνής. Από το 1977 έως το 1997 υπήρξε καθηγητή αρμονίας, αντίστιξης, φούγκας και ενορχήστρωσης στο Εθνικό Ωδείο. Ήταν αναπληρωτής Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Ωδείου, Αντιπρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών και Αντιπρόεδρος της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Πολλοί συνθέτες της νέας γενιάς υπήρξαν μαθητές του. Διακρίθηκε σε πολλούς διαγωνισμούς σύνθεσης, ενώ για το σύνολο του έργου του βραβεύτηκε με το Βραβείο "Μαρία Κάλλας" από το Γ΄ Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και με το Βραβείο «Γ.Α.Παπαϊωάννου» της Ακαδημίας Αθηνών.

Φωτογραφία Αρχείο Δίωνος Αρύβα

Αρχείο Δίωνος Αρύβα

Ο Δίων Αρύβας γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά τα πρώτα μουσικά μαθήματα τα πήρε στο Δερβένι Κορινθίας όπου μελέτησε βυζαντινή μουσική με δάσκαλο τον Αθανάσιο Ψαρρό. Το 1946 ξεκίνησε παράλληλα και νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών τις οποίες εγκατέλειψε λίγο αργότερα για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη μουσική. Παράλληλα με τη βυζαντινή μουσική μελέτησε τραγούδι και θεωρητικά στο Ελληνικό Ωδείο και το 1952 αναχώρησε για περαιτέρω σπουδές τραγουδιού στη Γερμανία. Το 1965 επέστρεψε στην Ελλάδα, πήρε το δίπλωμα μονωδίας από το Εθνικό Ωδείο και ξεκίνησε να διδάσκει. Ως συνθέτης υπήρξε πολυγραφότατος και μάλιστα τα έργα του καλύπτουν τα περισσότερα είδη κλασσικής μουσικής. Χαρακτηριστικό των συνθέσεών του είναι ότι χρησιμοποιεί σε πολλά από αυτά εκκλησιαστικό όργανο. Τέλος θα πρέπει να αναφέρουμε ότι οτ έργο του "Σικελιάνειος Κύκλος" για φωνή και ορχήστρα βραβεύτηκε το 1982 από την Ακαδημία Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα το 2000.

Φωτογραφία Αρχείο Θόδωρου Αντωνίου

Αρχείο Θόδωρου Αντωνίου

Ο Θόδωρος Αντωνίου, ένας από τους πιο διαπρεπείς και πολυγραφότατους σύγχρονους καλλιτέχνες με λαμπρή καριέρα ως συνθέτης, μαέστρος και καθηγητής πανεπιστημίου, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Σπούδασε βιολί, φωνητική και σύνθεση στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών, με περαιτέρω σπουδές στη διεύθυνση και σύνθεση στη μουσική ακαδημία του Μονάχου και στο Διεθνές Μουσικό Κέντρο του Νταρμστατ. Δίδαξε μουσική στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και της Γιούτα των ΗΠΑ καθώς και στη Μουσική Ακαδημία της Φιλαδέλφειας πριν του ανατεθεί η θέση του καθηγητή σύνθεσης στο πανεπιστήμιο της Βοστόνης το 1978. Οι περισσότεροι Έλληνες συνθέτες της νεότερης γενιάς υπήρξαν μαθητές του. Θερμός υποστηρικτής της σύγχρονης μουσικής, ίδρυσε διάφορα σύνολα σύγχρονης μουσικής, μεταξύ αυτών την ALEA II στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, την ALEA III στο πανεπιστήμιο της Βοστόνης, το σύνολο νέας μουσικής της Φιλαδέλφειας, και το Ελληνικό Συγκρότημα Σύγχρονης Μουσικής. Από το 1989 κατείχε τη θέση του προέδρου της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών.

Φωτογραφία Αρχείο Ιάκωβου Χαλιάσα

Αρχείο Ιάκωβου Χαλιάσα

Ο Ιάκωβος Χαλιάσας άρχισε τις μουσικές σπουδές του σε ηλικία 13 ετών, μελετώντας κλασική κιθάρα με τον Ελληνοϊταλό Στέφανο Στανγκουάλι (1933-1937). Σπούδασε στο Ελληνικό Ωδείο με τον M. Βάρβογλη Ανώτερα Θεωρητικά, Σύνθεση και Ενορχήστρωση, και πιάνο με την Αλίκη Λυκούδη και τον Κώστα Σφακιανάκη. Αποφοίτησε με πτυχία Αρμονίας (1946) και Αντίστιξης - Φούγκας (1948). Το 1953 κέρδισε το Διαγωνισμό Μουσικής Σύνθεσης του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών για το εξωτερικό. Ωστόσο, συνέχισε τις σπουδές του στην Ελλάδα, μελετώντας τις νεότερες τεχνοτροπίες και τα σύγχρονα μουσικά ρεύματα. Παράλληλα με τη σύνθεση έγραψε πλήθος μουσικών άρθρων σε περιοδικά ("Μουσική", "Ελεύθερα γράμματα", "Λυρικός κόσμος"), ενώ συνεργάστηκε στην εγκυκλοπαίδεια «Ηλιος» (1975). Εργα του έχουν παιχτεί στην Ελλάδα και σε πολλές χώρες του εξωτερικού. Από το 1970 ήταν μέλος του ΔΣ της Ενωσης Ελλήνων Μουσουργών, από το 1981-87 γενικός γραμματέας και από το 1988-92 αντιπρόεδρός της. Το 1981 έλαβε το Β' Βραβείο στον Α' Πανελλήνιο Διαγωνισμό Μουσικής Σύνθεσης και το 1982 διάκριση στο 2ο Διαγωνισμό Χορωδιακών Συνθέσεων στο Τρέντο της Ιταλίας. Εγραψε έργα για ορχήστρα, κοντσέρτα, μουσικής δωματίου, χορωδιακά, μουσική για μπαλέτο, τραγούδια κ.ά., τα περισσότερα σε ελεύθερη πολυτονική ή ατονική γραφή. Τα σημαντικότερα έργα του είναι: «Τρία Συμφωνικά Σκίτσα», «Ορίζοντες», «Συμφωνία αρ. 1» (για μεγάλη ορχήστρα), «Adagio», «Δίπτυχο» (για ορχήστρα εγχόρδων), «Κοντσέρτο» (για πιάνο και ορχήστρα) κ.ά.

Φωτογραφία Αρχείο Μανώλη Καλομοίρη

Αρχείο Μανώλη Καλομοίρη

Ο συνθέτης Μανώλης Καλομοίρης (1883-1962), Σαμιακής καταγωγής, γεννήθηκε στη Σμύρνη, όπου και παίρνει τα πρώτα μαθήματα μουσικής, τα οποία συνεχίζει στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη. Σπουδάζει στο Ωδείο της Βιέννης (1901-1906) πιάνο, θεωρητικά και σύνθεση. Το διάστημα 1906-1910 διδάσκει στο Μουσικό Λύκειο Ομπολένσκυ, στο Χάρκοβο της Ρωσίας. Το 1910 εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα και διδάσκει στο Ωδείο Αθηνών. Το 1919 ιδρύει το Ελληνικό Ωδείο, το οποίο διευθύνει μέχρι το 1926 που ιδρύει το Εθνικό Ωδείο. Παραμένει στη θέση του διευθυντή μέχρι το 1948 οπότε αναλαμβάνει πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, θέση που κρατάει μέχρι το θάνατό του. Διετέλεσε γενικός επιθεωρητής των στρατιωτικών μουσικών, πρόεδρος και επίτιμος πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών, εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και άλλες διακρίσεις. Θεμελιωτής της Εθνικής Μουσικής Σχολής στην Ελλάδα, αντλεί την έμπνευσή του από την ελληνική παράδοση και το ελληνικό τραγούδι, καθώς και από την ποίηση και τη λογοτεχνία της εποχής του. Συνέθεσε πάνω από 220 έργα, τα οποία περιλαμβάνουν ποικιλία ειδών. Ανάμεσά του: πέντε όπερες, τρεις συμφωνίες, συμφωνικά ποιήματα, ένα κοντσέρτο για πιάνο, ένα «κοντσερτάκι» για βιολί, κύκλους τραγουδιών για φωνή και ορχήστρα και για φωνή και πιάνο, έργα για πιάνο, μουσική δωματίου, χορωδιακά, καθώς και έργα για παιδιά (χορωδιακά, έργα για πιάνο). Έγραψε επίσης μουσικοπαιδαγωγικά βιβλία.

Φωτογραφία Αρχείο Μάριου Βάρβογλη

Αρχείο Μάριου Βάρβογλη

Ο Μάριος Βάρβογλης (10 Δεκεμβρίου 1885 - 30 Ιουλίου 1967) ήταν Έλληνας συνθέτης, γεννημένος στις Βρυξέλλες του Βελγίου και μεγαλωμένος στην Αθήνα. Θεωρείται μαζί με τους Αιμίλιο Ριάδη, Διονύσιο Λαυράγκα, Γεώργιο Λαμπελέτ, και Μανώλη Καλομοίρη, ένας από τους θεμελιωτές της Εθνικής Μουσικής Σχολής. Ο Βάρβογλης σπούδασε μουσική στο Ωδείο του Παρισιού και τη Schola Cantorum της ίδιας πόλης. Μετά το 1920, δίδαξε στο ωδείο Αθηνών και ενεργοποιήθηκε στο χώρο της μουσικής κριτικής και σύνθεσης. Πέθανε στην Αθήνα το 1967 και ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο Δήμου Ζωγράφου.

Φωτογραφία Αρχείο Νίκου Αστρινίδη

Αρχείο Νίκου Αστρινίδη

Ο Νικόλαος Αστρινίδης γεννήθηκε στις 6 Μαΐου του 1921 στο Άκκερμαν της Βεσσαραβίας στη Ρουμανία, από έλληνα πατέρα και ρουμανορωσίδα μητέρα. Ήταν το τρίτο αγόρι της οικογένειας και το μόνο που από την εφηβεία του έδειξε μεγάλη κλήση στη μουσική. Αρχικά ξεκίνησε ιδιωτικά μαθήματα με την Xenia Diteatef και λίγο αργότερα γράφτηκε στη μουσική σχολή της πόλης όπου σπούδασε θεωρητικά και πιάνο, ενώ οι πρώτες του συνθετικές προσπάθειες χρονολογούνται στην ίδια περίπου περίοδο. Το 1939 μετέβη στο Βουκουρέστι προκειμένου να σπουδάσει στο τοπικό πανεπιστήμιο χημεία και παράλληλα εγγράφηκε στο Ωδείο της πόλης. Η καλλιτεχνική ανάπτυξη που του προσέφεραν οι σπουδές του στο Ωδείο ήταν τεράστια. Όχι μόνο επειδή πήρε μαθήματα από από σημαντικούς δασκάλους όπως ο Miron Soarec, αλλά και γιατί μέσω αυτών ήρθε σε επαφή με τον διάσημο συνθέτη Dinu Lipatti με τον οποίο ξεκίνησε αμέσως μαθήματα σύνθεσης. Δυστυχώς όμως αυτή η δημιουργική περίοδος για τον Νίκο Αστρινίδη κράτησε ελάχιστα. Η έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η εισβολή των Σοβιετικών στη Ρουμανία το 1940 στιγμάτισαν την οικογενειακή του ζωή και κατ΄ επέκταση την επαγγελματική του πορεία. Η οικογένεια χωρίστηκε στα δύο. Ο Νίκος με τους γονείς του παρέμειναν αποκλεισμένοι στη Βεσσαραβία για περισσότερο από έναν χρόνο, χάνοντας κάθε επαφή με τους δύο μεγαλύτερους αδελφούς του, που βρίσκονταν στην ελεύθερη Ρουμανία. Μετά από διάφορες περιπλανήσεις και περιπέτειες κατάφεραν να βρουν καταφύγιο στη Μέση Ανατολή. Ο Αστρινίδης κατατάχθηκε ως εθελοντής στην Βασιλική Αεροπορία, εκπαιδεύτηκε και στη συνέχεια στάλθηκε να υπηρετήσει στην έρημο της Λιβύης. Ένας ελαφρύς τραυματισμός στο πόδι το 1943 αποτέλεσε την αιτία της απόσπασής του στο Υπουργείο Αεροπορίας στο Κάιρο, αλλά και την αφορμή για να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική. Το Κάιρο ήταν εκείνη την εποχή η πιο κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα του κόσμου με πολλά μουσικά ερεθίσματα. Έτσι ξεκίνησε την μουσική του σταδιοδρομία αρχικά παίζοντας πιάνο στα μουσικά κέντρα της πόλης και συνέχισε συμπράττοντας με μεγάλες συμφωνικές ορχήστρες και συμμετέχοντας σε διεθνείς διαγωνισμούς. Μάλιστα το 1944 έλαβε το Πρώτο Βραβείο Πιανιστικής Ερμηνείας και Σύνθεσης στο φημισμένο Eisteddfod Festival με το έργο του «Κυπριακή Ραψωδία», ενώ τον επόμενο χρόνο διηύθυνε στην Όπερα του Καΐρου το συμφωνικό του έργο «Οιδίπους Τύραννος». Η θητεία του στη Αεροπορία έληξε το 1946. Στο Κάιρο παρέμεινε όμως έναν ακόμη χρόνο, έως τον Οκτώβριο του 1947, οπότε μετέβη στο Παρίσι προκειμένου να παρακολουθήσει μαθήματα πιάνου στην Schola Cantorum με καθηγήτρια της Marie Gourgue-Magnam. Μετά την αποφοίτησή του ξεκίνησε περιοδείες ως πιανίστας σχεδόν σε όλο τον κόσμο έως τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Στην διάρκεια αυτής της περιόδου επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα για συναυλίες αλλά και για να δει την οικογένειά του που εντωμεταξύ είχε εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη. Την περίοδο 1959-1962 εγκαταστάθηκε μόνιμα στις Γαλλικές Αντίλλες, όπου ύστερα από εντολή της γαλλικής κυβέρνησης, μαζί με την Colette Frantz ίδρυσαν στην περιοχή και διηύθυναν μουσική σχολή και ορχήστρα δωματίου. Το 1962 επέστρεψε στο Παρίσι και τρία χρόνια αργότερα το 1965 πήρε την απόφαση να εγκατασταθεί μόνιμα στη Θεσσαλονίκη, διαμορφώνοντας με τις πολυποίκιλες δραστηριότητες του την μουσική ζωή της πόλης. Συγκεκριμένα ανέλαβε τη διεύθυνση της Φιλαρμονικής και της μικτής χορωδίας του δήμου, υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Μουσικής Εταιρείας Βορείου Ελλάδος, κατέβαλε προσπάθειες για την δημιουργία της Όπερας Θεσσαλονίκης και της Όπερας Δωματίου Βορείου Ελλάδος ενώ τέλος διετέλεσε διευθυντής του Μακεδονικού Ωδείου Θεσσαλονίκης από το 1980. Αυτή η περίοδος της ζωής του Νίκου Αστρινίδη στη Θεσσαλονίκη ήταν πολύ γόνιμη και συνθετικά καθώς εμπνεύστηκε και δημιούργησε πολλά από τα μεγάλα συμφωνικά του έργα μεταξύ των οποίων τα ορατόρια «Κύριλλος και Μεθόδιος» και «Ψαλμοί», η «Συμφωνία 1821» και το «Κοντσέρτο-Ραψωδία». Πολλά από αυτά μάλιστα εκτελέστηκαν για πρώτη φορά στην πόλη υπό την διεύθυνση του ιδίου. Για την προσφορά του στη διαμόρφωση του μουσικού τοπίου στην Θεσσαλονίκη ο Νίκος Αστρινίδης τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α’. Πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου 2010, λίγο πριν συμπληρώσει τα 90 έτη.

Φωτογραφία Αρχείο Πέτρου Πετρίδη

Αρχείο Πέτρου Πετρίδη

Ο Πέτρος Πετρίδης γεννήθηκε στη Νίγδη της Καππαδοκίας το 1892. Φοίτησε στο Ζωγραφειο Γυμνάσιο και στο Ροβέρτειο Κολλέγιο της Κωνσταντινούπολης, ενώ παράλληλα ξεκίνησε και ιδιωτικά μαθήματα πιάνου. Το 1911 μετέβει για σπουδές στο Παρίσι όπου διέμεινε αρκετά χρόνια της ζωής του. και παράλληλα εργάστηκε ως μουσικοκριτικός συνεργαζόμενος με αρκετές ελληνικές εφημερίδες. Το 1958 εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών και ένα χρόνο αργότερα εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε στην Κηφισιά το 1977.

Φωτογραφία Αρχείο Ρένας Κυριακού

Αρχείο Ρένας Κυριακού

Η Ρένα Κυριακού γεννήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 1917 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Υπήρξε παιδί-θαύμα, διεθνώς αναγνωρισμένη πιανίστα, συνθέτρια και παιδαγωγός. Μέλος της Ε.Ε.Μ. Κόρη του γνωστού αρχιτέκτονα Δημήτριου Κυριακού και της Κάκιας Αρχανιωτάκη, η μικρή Ρένα μεγάλωσε σε ένα κατάλληλο πνευματικά περιβάλλον που αντιλήφθηκε εγκαίρως τη σπουδαιότητα του ταλέντου της και φρόντισε για την άμεση διαφύλαξη και εξέλιξή του. Στις 31 Δεκεμβρίου 1923, σε ηλικία έξι ετών, εμφανίζεται για πρώτη φορά στο κοινό στον «Παρνασσό», όπου ερμηνεύει αποκλειστικά δικές της συνθέσεις (από τα Δεκαπέντε παιδικά κομμάτια) και προκαλεί κύμα θετικών σχολίων του εγχώριου μουσικού κόσμου, όπως των Γεωργίου Λαμπελέτ, Μάριου Βάρβογλη, Γεωργίου Σκλάβου, Διονυσίου Λαυράγκα, Θεόδωρου Συναδινού, Μανώλη Σκουλούδη, Ιβάν Μπούτνικωφ, Φρανκ Σουαζύ κ.ά. Τα πρώιμα αυτά έργα της διατηρούν έναν προγραμματικό χαρακτήρα με έντονο ρομαντικό ιδίωμα. Η οικογένεια Κυριακού μεταβαίνει στο Παρίσι προκειμένου να ζητήσει την έμπειρη γνώμη ειδικών νευροπαθολόγων και μουσικών. Ο Charles Richet και οι συνθέτες της νεότερης γαλλικής σχολής Albert Roussel, Gabriel Pierné, Jean Déré και Vincent d’Indy αποφαίνονται για τη μικρή Ρένα ότι πρόκειται για μια ερμηνευτική και συνθετική ιδιοφυΐα. Στο Βερολίνο, η Κυριακού παίζει υπό τη μορφή ακροάσεων, παίρνοντας πάλι επαινετικά σχόλια, στους Franz Schreker, George Szell και Max Von Schillings. Ολοκληρώνει τη θεωρία και την αρμονία με τους Richard Stöhr (Μόναχο και Βιέννη) και Dr. Paul Weingarten (Βιέννη). Παίρνει τα πρώτα μαθήματα πιάνου με την Hilda Müller-Pernitza, τον Άγγελο Κεσίσογλου και τον Paul Wittgenstein. Στο Παρίσι οι Isidor Philipp, Gabriel Pierné και Nadia Boulanger αναλαμβάνουν την προετοιμασία της για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο CNSMDP. Τον Σεπτέμβριο του 1930, η Κυριακού, ανάμεσα σε 124 υποψήφιους, κατατάσσεται στους πέντε πρώτους και εισέρχεται στο CNSMDP, στην τάξη πιάνου του Isidor Philipp και στην τάξη αρμονίας του Jean Gallon. Το 1931 τα έργα της Kloster, έργο 1/Α.Κ.Σ.Ρ.Κ. 35, και Burlesque αρ. 1, έργο 1/Α.Κ.Σ.Ρ.Κ. 36, παρουσιάζονται στο πλαίσιο των συναυλιών της Société Nationale de Musique de Paris (όπου πρώτη φορά μετέχει Ελληνίδα συνθέτρια) λαμβάνοντας εξαιρετικές κριτικές. To 1933 οι καθηγητές της στη σύνθεση Henri Büsser και JeanGallon την προτείνουν για το Prix de Rome του 1934, βεβαιώνοντας για την επιτυχία της. Η Έλενα Βενιζέλου (που χρηματοδοτεί τις σπουδές της) δεν της επιτρέπει να λάβει μέρος στο διαγωνισμό. Το 1932 η Κυριακού παίρνει το Deuxième Prix de Piano ερμηνεύοντας τη Σονάτα σε Σι ύφεση ελάσσονα του Fryderyk Chopin, ενώ το 1933 αποφοιτά από το CNSMDP και κερδίζει το Premier Prix de Piano ερμηνεύοντας τις Συμφωνικές Παραλλαγές, op. 13 του Robert Schumann και ένα ατονικό έργο του Florent Schmitt. Το Premier Prix ανοίγει το δρόμο σε ιστορικές αίθουσες της Ευρώπης και της Αμερικής, όπου η Κυριακού συστήνει τον εαυτό της και ως συνθέτρια, τοποθετώντας τα έργα της είτε ανάμεσα σε αυτά των Chopin και Liszt, είτε ως encore στο τέλος μιας συναυλίας. Υπογράφει συμβόλαιο για παγκόσμια περιοδεία με το Office Théâtral Européen. Σε διεθνές επίπεδο, παίρνει διθυραμβικές κριτικές τόσο για τις αξεπέραστες ποιοτικά ερμηνείες της όσο και για την πρωτότυπη σύλληψη των συνθέσεών της. Οι μουσικοκριτικοί την κατατάσσουν στα πρώτα ονόματα του παγκόσμιου μουσικού στερεώματος. Η Κυριακού επιλέγει σταδιακά να αφοσιωθεί στη δισκογραφία που απαιτεί πολύ από τον χρόνο της. Αφιερώνεται µε πάθος στις ηχογραφήσεις, αφού θεωρεί ότι µε αυτές θα παραµείνει στη συνείδηση του ακροατηρίου. Έπειτα από συνεννόηση με τον Isidor Philipp προσανατολίζεται προς την έρευνα και ανάδειξη του πιανιστικού έργου παραγκωνισμένων (μέχρι τότε) συνθετών, όπως των Felix Mendelssohn, Emmanuel Chabrier και Isaac Albéniz, των οποίων εκδίδει τα άπαντα σε συνεργασία με τη Vox. Με την ίδια εταιρεία ηχογραφεί και έργα των Antonio Soler, John Field, Jan Dusík, Enrique Granados, Fryderyk Chopin, Gabriel Fauré κ.ά. Διαθέτει εκπληκτική μνήμη αφού σε όλες τις εμφανίσεις της παίζει χωρίς τη χρήση παρτιτούρας, προκαλώντας την έκπληξη όλων των διάσημων διευθυντών ορχήστρας με τους οποίους συνεργάζεται, όπως οι: Hans Swarowsky, Carl August Bünte, Robert Wagner, Edmond Appia, Hubert Reichert, Mathieu Lange, Karl Rucht, Christian Vöchting, Václav Smetáček, Rudolf Kempe, Maurice Le Roux, Armin Jordan, Rudolf Moralt, Toni Louis Alexandre Aubin, Henri Rabaud, Sir Malcolm Sargent, Georg Solti, Jean Meylan, Δημήτρης Μητρόπουλος, Δημήτρης Χωραφάς, Μιλτιάδης Καρύδης, Θεόδωρος Βαβαγιάννης, Ανδρέας Παρίδης κ.ά. Επίσης συμπράττει με φημισμένες ορχήστρες, όπως οι παρακάτω: Vienna String Symphony Orchestra, Vienna Pro Musica Orchestra, O.S.R., London Philharmonic Orchestra, Philharmonia Hungarica, Orchestre de la Société des Concerts du Conservatoire de Paris, the Torquay Symphony Orchestra, Συμφωνική Ορχήστρα της Βεστφαλίας, Συμφωνική Ορχήστρα του Innsbruck, Συμφωνική Ορχήστρα του Βερολίνου, Κ.Ο.Α., Κ.Ο.Θ. κ.ά. Οι ηχογραφήσεις της στον Chabrier θεωρήθηκαν ανώτερες από αυτές των Arthur Rubinstein, Marcelle Meyer, Pierre Barbizet, Paul Badura-Skoda και Louis Kentner. Η δισκογραφία της στα έργα του Mendelssohn κρίθηκε ποιοτικότερη από τις αντίστοιχες των Guiomar Novaes και Rudolf Serkin, και ισάξια με αυτές των Cortot, Horowitz, Perahia και Thibaudet. Ενώ οι ηχογραφήσεις της στον Haydn χαρακτηρίστηκαν ανώτερες από αυτές του Fritz Neumeyer. Η Αγγλική και Γαλλική Κυβέρνηση βραβεύουν τις ερμηνείες της στα άπαντα του Mendelssohn και του Chabrier και της αποδίδονται τα διάσημα του Ιππότη του Tάγματος Γραµµάτων και Τεχνών. Χρίζεται τρίτο επίτιµο µέλος της ∆ιεθνούς Εταιρείας Mendelssohn µετά τον Pablo Casals και τον Alfred Cortot. Ο Αντιβασιλιάς της Γιουγκοσλαβίας της απονέμει το παράσημο του Αγίου Σάββα. Το 1943 ερμηνεύει για πρώτη φορά το Κοντσέρτο της για πιάνο και ορχήστρα, έργο 18/Α.Κ.Σ.Ρ.Κ. 74 (που αποτελεί και το πρώτο κοντσέρτο για πιάνο Ελληνίδας συνθέτριας), με τον Θεόδωρο Βαβαγιάννη και την Κ.Ο.Α., στο Παλλάς. Το έργο παρουσιάστηκε ξανά στη Γενεύη το 1954 υπό τη διεύθυνση του Jean Meylan με την O.S.R., και τον Νοέμβριο του 2009 στο Μ.Μ.Α., με τη Δόμνα Ευνουχίδου υπό τον Μίλτο Λογιάδη (Κ.Ο.Α.). Η Κυριακού δυσκολεύεται να συστήσει τον εαυτό της ως συνθέτρια στην Ελλάδα λόγω της διαφορετικότητας του ήχου των έργων της αλλά και λόγω του φύλου της. ∆ραστηριοποιείται σε µία περίοδο της ελληνικής µουσικής ζωής όπου η παραγόµενη µουσική έπρεπε να υπακούει στον όρο «εθνική» για να επιβιώσει. Στην περίοδο αυτή τολμά να προτείνει τον προσωπικό της ήχο. Το ελληνικό κοινό δεν είναι προετοιµασµένο για να εκτιµήσει τέτοιου είδους πειραµατισµούς. Τα έργα της Tango, Α.Κ.Σ.Ρ.Κ. 28, και Burlesque αρ. 2, έργο 9/Α.Κ.Σ.Ρ.Κ. 54, εκδόθηκαν από τον οίκο Durand στο Παρίσι, ενώ το Perpetuum Mobile, έργο 15/Α.Κ.Σ.Ρ.Κ. 70, από τον οίκο Carl Fischer στη Νέα Υόρκη. Από τον Ιούνιο του 1950 συμμετέχει επανειλημμένα ως μέλος της κριτικής επιτροπής σε γνωστούς διαγωνισμούς πιάνου, όπως στον ετήσιο διαγωνισμό του CNSMDP, στο Concours International d’Exécution Musicale de Génève, και στον Διεθνή Διαγωνισμό Πιάνου του Μόντρεαλ. Η Ρένα Κυριακού προσβλήθηκε από καρκίνο και άφησε την τελευταία της πνοή τον Αύγουστο του 1994 στο Μοσχάτο. Χριστίνα Κλ. Γιαννέλου Δρ. Ιστορικής Μουσικολογίας – Σολίστ πιάνου

Ανταγωνιστικότητα ΕΣΠΑ